γλωσσοκοπάνα

γλωσσοκοπάνα
η болтунья, сплетница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γλωσσοκοπάνα" в других словарях:

  • γλωσσοκοπάνα — η γυναίκα πολυλογού, γλωσσού: Την αποφεύγω γιατί είναι γλωσσοκοπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλωσσοκοπάνα — η φλύαρη και αυθάδης γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • τσαούσης — ο 1. λοχίας του τουρκικού στρατού. 2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς. 3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»